- πυρηνώδεις
- πυρηνώδηςlike a fruit-stonemasc/fem acc plπυρηνώδηςlike a fruit-stonemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρηνώδης — ες / πυρηνώδης, ῶδες, ΝΑ [πυρήν, ῆνος] ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές αρχ. 1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek